- οικονομώ
- οικονόμησα, οικονομήθηκα, (οι)κονομημένος1. αποταμιεύω, βάζω στην άκρη χρήματα.2. εξοικονομώ, προμηθεύομαι, βρίσκω: Πού το οικονόμησες αυτό το βιβλίο;3. προμηθεύω, εφοδιάζω κάποιον με κάτι: Θα σου οικονομήσω μερικά χρήματα.4. εξυπηρετώ, βολεύω: Πρέπει κι εγώ να οικονομηθώ με καμιά δουλειά.5. μτχ., (οι)κονομημένος, -η, -ο άνθρωπος με οικονομική ευχέρεια: Είναι (οι)κονομημένος ο φίλος, έχει πολλά χρήματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.